- εκτρέχω
- (AM ἐκτρέχω)τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδομσν.1. διατρέχω2. αναζητώ, επιδιώκω3. ορμώ, εξορμώ4. περιέρχομαιαρχ.1. φεύγω τρέχοντας2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω4. (για θυμό) εκνευρίζομαι υπερβολικά, ξεπερνώ τα όρια, γίνομαι έξω φρενών5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ6. απομακρύνομαι7. (με γεν.) ξεφεύγω τη λαβή κάποιου8. (για χρόνο) περνώ, εκπνέω9. προσφεύγω10. αποβαίνω11. συνεχίζω12. κατακλύζω, κάνω επιδρομή13. προέρχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.